«Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής»

Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές, ο Νίκος Γκάτσος, μέσα από τα λόγια ανθρώπων που τον γνώρισαν και συμπορεύτηκαν με εκείνον.

«Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής»

Μπορεί να έβγαλε μόνο μία ποιητική συλλογή, την Αμοργό, όμως το έργο του ήταν πληθωρικό. Στιχουργός, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και ραδιοσκηνοθέτης, ο Νίκος Γκάτσος μας χάρισε μερικούς από τους καλύτερους στίχους του ελληνικού πενταγράμμου, όμως παραμένει στο βάθος του ένας μεγάλος ποιητής.

Τον θυμόμαστε μέσα από τα λόγια ανθρώπων που έζησαν κοντά του, και γνώρισαν το άστρο της τέχνης του.

 «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του «Λουμίδη» ή του «Πικαντίλλυ» να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. (…)

» (…) Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την «Αμοργό». Πάντα πιστεύω ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναϋπάρξουν. Αλλά μπορώ να πω πόσο σημαντικό ποίημα είναι η «Αμοργός»: υπήρξε το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, διότι καμία από τις εργασίες των άλλων σημαντικών μας ποιητών εκείνου του καιρού, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα ελληνικά γράμματα, δεν έδωσε με τόση πυκνότητα και τόση αρτιότητα ένα ολόκληρο ποίημα, όπως είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου (…)

»(…) Όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την «Ορέστεια», είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις “Χοηφόρες”, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών. Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο «σύγχρονου» από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη «μεγαλοφυΐα» μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος (…)»

Μάνος Χατζηδάκις, απόσπασμα από συνομιλία του με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο για το τεύχος του περιοδικού Η λέξη, 1986

«Ακόμη και στους στίχους που για βιοποριστικούς λόγους έγραψε (αλλά και γιατί προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια) οι αρετές του περνάνε τις περισσότερες φορές, σχεδόν ατόφιες, μείον τη διαφορετική κλίμακα. Και θα μου επιτραπεί να υποστηρίξω πως μερικοί στίχοι απ’ αυτούς που έγραψε για την «Μυθολογία» του Μάνου Χατζιδάκι, για τους «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη και, τώρα τελευταία για το «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου, ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής».

Οδυσσέας Ελύτης, περ. η λέξη, τχ. 52, αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο, 1986

 «Για μένα ήταν φίλος, πατέρας κι αδερφός. Μου έδωσε εμπιστοσύνη για τη ζωή. Με άφησε να καταλάβω ότι δεν έχει τόση σημασία το τι κάνεις αλλά το πώς και γιατί το κάνεις. Όλοι έχουμε βάλει στη ζωή έναν ήλιο σαν σύνορο, το πιο σημαντικό όμως είναι όχι να το φτάσεις αλλά ο δρόμος που χαράζεις.

»Από εκείνον έμαθα τι είναι ελευθερία, έμαθα να σέβομαι τα σύνορα του ανθρώπου, να υποστηρίζω τα παιδιά και τη δικαιοσύνη. Ο Νίκος αντιπροσωπεύει πάντοτε για μένα το μεγάλο ελληνικό πνεύμα, γεμάτο γνώση, γενναιοδωρία και ελευθερία, με σπάνια καλαισθησία, υπερηφάνεια αλλά και αυστηρότητα, αυτήν που απορρέει από την ευγενή απλότητα του στίχου του.

»Ήταν γεμάτος σοφία και ανθρώπινη κατανόηση, ευφυΐα, περιέργεια, δίψα να αναλύει τη σκέψη της νέας γενιάς και να εκφράζει τις ανησυχίες και τα όνειρά της. Ήταν ο άνθρωπος του μέλλοντος και της αισιοδοξίας και παρ’ όλο που συχνά υπεδείκνυε τις πικρές αλήθειες της πραγματικότητας, δεν καταδίκαζε ποτέ».

Νανά Μούσχουρη, απόσπασμα από συνέντευξή της στο Βήμα, 2002

«(…)Για τον Γκάτσο τέλος, τον αγαπημένο φίλο των φοιτητικών μας χρόνων, τι άλλο να πω παρά ότι ζούσε με την Ποίηση, ζούσε την Ποίηση, έσταζε Ποίηση. Θυμάμαι τούς περιπάτους μας. Τις «περαντσάδες» μας νύχτα κάτω από κλειστά παράθυρα, — του υποτονθόρυζα γελαστά, για να τον πειράξω, τους στίχους μιας ναπολιτάνικης καντσονέτας που θυμόμουν από τη Διάπλαση, όπως τους είχε μεταφράσει ο Ξενόπουλος: «Κλειστό παράθυρο, σκληρή παρθένα, / για σας τί δάκρυα που ’χω χυμένα!» — μου αντιψιθύριζε, εις πείσμα του παραθύρου, ρομαντικά μεταρσιωμένος, δυο φράσεις από ένα διήγημα του Θράσου Καστανάκη: «Δούλος σας, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Μια γυναίκα πάρα πολύ σας έμοιαζε... ». Θυμάμαι μια μελαγχολική επιστροφή μας χαράματα με το τραίνο των ΣΠΑΠ ύστερα από μια οδυνηρή ερωτική μου απογοήτευση, και το αισιόδοξο γράμμα που μου είχε στείλει τρεις μέρες πριν, με σχεδιασμένο από τον ίδιον στην αριστερή απάνω γωνία του επιστολόχαρτου ένα καπνίζον τραινάκι... Τί να του πρωτοθυμηθώ; Η παρουσία του, ο αέρας του, το βαρύ βλέμμα του, το αποκαρδιωμένο πολλές φορές χαμόγελό του, ωράιζαν το “«Προαύλιο” και την όλη πανεπιστημιακή μας ζωή».

Νάσος Δετζώρτζης στον Μισέλ Φάις, συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο περ. Εντευκτήριο, πηγή

«Ο μεγαλύτερος από τους δασκάλους (…) Ο Γκάτσος πολλές φορές ξεκινάει μια ιστορία και οδηγείται σε μια άλλη. Αυτό απαιτεί τόλμη και ποιητική σοφία. (…) Έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη να φανταστεί, διότι είχε μια πρωτοφανή τόλμη στην εικονοποιία, στη ρίμα και στην εξέλιξη των θεμάτων του σε κάθε τραγούδι».

Λευτέρης Παπαδόπουλος, απόσπασμα από συνέντευξή του στο Βήμα, 2002

 «Όταν έγραφε τους στίχους για το "Ρεμπέτικο" μου έδινε την εντύπωση, αυτός που ένιωθε και έπραττε τόσο μακριά από κάθε εξουσία και εξουσιαστή, πως είχε την ανώτερη εξουσία και την μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του. Έγραφε παντού. Στο διαμέρισμα που μέναμε στην Κυψέλη («Στης πίκρας τα ξερόνησα», «Μπουρνοβαλιά», «Το δίχτυ»), στο σπίτι μου στο χωριό μου, όπου είχαμε πάει για λίγες μέρες («Μάνα μου Ελλάς») και στο σπίτι της Μαρίας και του Σωτήρη Μουστάκα («Καίγομαι – καίγομαι»). Ήταν τα γενέθλια της λατρεμένης και σε μας κόρης τους και της πήγαμε δώρο μια κόκκινη γραφομηχανή. Παίζοντας ο Νίκος, άρχισε να γράφει:

"Καίγομαι καίγομαι

ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά...".

Όταν τελείωσε, μας είπε χαριτολογώντας, πως έγραψε κι εκείνος ένα "σκυλάδικο"...».

Αγαθή Δημητρούκα, «Το ταξίδι», στο Ημερολόγιο 1999 των εκδόσεων Διάμετρος

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v